θρασύδειλος

θρασύδειλος
η , ο [ος , ον ] трусливо наглый, прикидывающийся храбрецом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θρασύδειλος" в других словарях:

  • θρασύδειλος — impudent coward masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύδειλος — η, ο (ΑΜ θρασύδειλος, ον) θρασύς και δειλός συγχρόνως, δειλός που υποκρίνεται τον γενναίο αρχ. είδος πολύτιμου λίθου. επίρρ... θρασυδείλως με θρασυδειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + δειλός. Το επίρρ. θρασυδείλως μαρτυρείται από το 1891 στην… …   Dictionary of Greek

  • θρασύδειλος — η, ο θρασύς και δειλός συγχρόνως, αυτός που υποκρίνεται το γενναίο: Μην τον φοβάσαι, είναι θρασύδειλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρασυδείλου — θρασύδειλος impudent coward masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυδείλους — θρασύδειλος impudent coward masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυδείλων — θρασύδειλος impudent coward masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύδειλοι — θρασύδειλος impudent coward masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύδειλον — θρασύδειλος impudent coward masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυδειλία — ἡ [θρασύδειλος] το να είναι κάποιος θρασύδειλος …   Dictionary of Greek

  • δειλοκαταφρονητής — δειλοκαταφρονητής, ο (Α) ο θρασύδειλος …   Dictionary of Greek

  • θερσιτικός — ή, ό θρασύδειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θερσίτης. Για τη σημασία πρβλ. θερσίτειος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»